- αλλοεθνία
- η принадлежность к другой нации
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλλοεθνία — ἀλλοεθνία, η (Α) διαφορά φυλής, εθνικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + εθνία < ἔθνος] … Dictionary of Greek
ἀλλοεθνίας — ἀλλοεθνίᾱς , ἀλλοεθνία difference of nation fem acc pl ἀλλοεθνίᾱς , ἀλλοεθνία difference of nation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… … Dictionary of Greek
αλλοφυλία — η (Α ἀλλοφυλία) [ἀλλόφυλος] νεοελλ. η αλλοεθνία* αρχ. ξένη ουσία … Dictionary of Greek